- προθερμαίνομαι
- προθερμαίνομαι, προθερμάνθηκα, προθερμασμένος βλ. πίν. 46
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεμουδιάζω — 1. παύω να αισθάνομαι μούδιασμα («περπάτησα λίγο και ξεμούδιασαν τα πόδια μου») 2. (για αθλητή) ετοιμάζομαι για αγώνα με κατάλληλες γυμναστικές ασκήσεις, προθερμαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μουδιάζω] … Dictionary of Greek
προθερμαίνω — ΝΑ θερμαίνω προηγουμένως νεοελλ. μέσ. προθερμαίνομαι (αθλ.) κάνω ελαφρές ασκήσεις για να προετοιμαστώ για αγώνα … Dictionary of Greek